υδροστεγής

υδροστεγής
-ές, Ν
υδατοστεγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* -στέγης (< στέγη), πρβλ. υδατο-στεγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υδατοστεγής — ές, Ν αδιαπέρατος από το νερό, στεγανός, υδροστεγής. επίρρ... υδατοστεγώς με υδατοστεγή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + στέγης (< στέγος < στέγω), πρβλ. αερο στεγής. Η λ., μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”